-
1 φαληριάω
A to be patched with white, κύματα φαληριόωντα waves crested with white foam, Il.13.799; white with breakers,Lyc.
188:φ. στόρθυγξ
white with foam,Id.
491;λίθον λευκὰ φαληριόωντα App.Anth.3.79
(Posidipp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαληριάω
-
2 φαληριάω
φαληριάω, weiß sein, sich weiß färben; Hom. κύματα φαληριόωντα, die weiß aufschäumenden, mit weißem Schaum verbrämten Wogen, Il. 13, 799; nachgeahmt von Lycophr. 188. 492.
-
3 φαληριαω
покрываться белой пеной, только в выраж. -
4 φαληριάω
φαληριάω, weiß sein, sich weiß färben; κύματα φαληριόωντα, die weiß aufschäumenden, mit weißem Schaum verbrämten Wogen -
5 κυρτός
A bulging, swelling,κῦμα Il.4.426
;κύματα κυρτὰ φαληριόωντα 13.799
, cf. Sosicr.2;θάλασσα κυρτὸν ἐπαφρίζῃ Mosch.Fr.1.5
; τὼ δέ οἱ ὤμω κυρτώ humped, Il.2.218, cf. AP11.120;τὸ κ. τῶν ὤμων Jul. Or.6.201b
: hence, hunchbacked, PFay.121.15 (i/ii A.D.);βραχίων κ. πέφυκεν ἐς τὸ ἔξω μέρος Hp.Fract.8
;κ. τροχός E.Ba. 1066
;κυρτὴ κάμηλος Babr.40.2
;καρῖδες Ophel.1
: [comp] Comp.κυρτότερος Phlp. in Ph. 696.26
: [comp] Sup.κυρτότατοι φύλλον Thphr.HP3.10.5
.
См. также в других словарях:
φαληριώ — άω, Α (ποιητ. τ.) είμαι λευκός («κύματα κυρτὰ φαληριόωντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάληρος / φάλαρος «λευκός» + κατάλ. ιῶ / ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια ή κατάσταση σώματος (πρβλ. ὠχρ ιῶ)] … Dictionary of Greek